- ἐκδικήσεως
- ἐκδικήσεω̆ς , ἐκδίκησιςavengingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мьсть — МЬСТ|Ь (79), И с. 1. Возмездие, наказание, мщение: и въ врѣмѧ мьсти погыбнеши. (ἐκδικήσεως) Изб 1076, 135 об.; ѿ б҃а нѣсть потаѥно ничьтоже. и тъ иматъ въ скорѣ мьсть сътворити о нѥмь. ЖФП XII, 53а; каинъ не вѣдыи мьсти при˫ати и ѥдинѹ при˫а.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отъмьщениѥ — ОТЪМЬЩЕНИ|Ѥ (41), ˫А с. 1.Месть, отмщение: властию прельстивъсѧ сластолюби˫а. отъмьщени˫а же правьдьнааго не ѹбѣжа. Стих 1156–1163, 103; то же Мин XII (июль), 114 об.; мольбѹ ѡбоимъ принос˫а. въстати на ѿмьщениѥ. и помощи вѣрѣ гыблющи истинѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… … Dictionary of Greek
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Ίστγουντ, Κλιντ — (Clint Eastwood, Σαν Φρανσίσκο 1930 –).Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, πριν γίνει γνωστός από τα γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε,… … Dictionary of Greek